δρέπανα

δρέπανα
δρέπανον
pruning-knife
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δρεπάνα — δρεπάνᾱ , δρεπάνη sickle fem nom/voc/acc dual δρεπάνᾱ , δρεπάνη sickle fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρέπανα — Δρέπανον pruning knife neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπάνας — δρεπάνᾱς , δρεπάνη sickle fem acc pl δρεπάνᾱς , δρεπάνη sickle fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπάναν — δρεπάνᾱν , δρεπάνη sickle fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДРЕПАН —    • Drepănum,          Δρέπανον, т. е. серп. Из числа многих названных так по своей форме кос и портовых городов, каковые были, напр., на юго западном берегу острова Кипра (н. мыс Кефалас) и в Ахайе (см. Achaia, Ахайя), особенно замечателен… …   Реальный словарь классических древностей

  • ELYMI — Poenorum socii, de quibus Thucydides: Μοτύην καὶ Σολόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶ Ε᾿λύμων συνοικίσαντες ενέμοντο ξυμμαχίᾳ τὲ πίσυροι τῶ Ε᾿λύμων. Hinc in Pausaniae Phocicis, qui Pachynum pro Lilybaeo iam semel usurpavit, Antiochus Syracusanus inter… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • άοπλος — η, ο (AM ἄοπλος, ον) αυτός που δεν έχει όπλα αρχ. 1. όποιος δεν είναι βαριά οπλισμένος 2. «ἅρμα ἄοπλον» άρμα χωρίς δρέπανα 3. (για πλοίο) εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • μοσχευτικός — μοσχευτικός, ή, όν (Α) [μοσχεύω (Ι)] ο κατάλληλος για κόψιμο μοσχευμάτων («μοσχευτικὰ δρέπανα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”